πλειοδότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλειοδότης οι πλειοδότες
      γενική του πλειοδότη των πλειοδοτών
    αιτιατική τον πλειοδότη τους πλειοδότες
     κλητική πλειοδότη πλειοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλειοδότης < πλειο(δοσία) + -δότης[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pli.oˈðo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλει‐ο‐δό‐της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλειοδότης αρσενικό (θηλυκό πλειοδότρια)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]