πλεμόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλεμόνι | τα | πλεμόνια |
γενική | του | πλεμονιού | των | πλεμονιών |
αιτιατική | το | πλεμόνι | τα | πλεμόνια |
κλητική | πλεμόνι | πλεμόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλεμόνι < αρχαία ελληνική πλεύμων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεμόνι ουδέτερο
- άλλη μορφή του: πνεύμονας
- (ειδικότερα) τα πνευμόνια σφαγίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλεμόνι
|