πληθυσμιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πληθυσμιακός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον πληθυσμό
- Η βιομηχανική ανάπτυξη ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για την πληθυσμιακή έκρηξη των πόλεων κατά την περίοδο αυτή (από το λήμμα Αστικός μαρασμός της Βικιπαίδειας)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- πληθυσμιακά
- → δείτε τις λέξεις πληθυσμός και πλήθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληθυσμιακός