πλινθοκεραμοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλινθοκεραμοποιία < πλινθοκεραμοποιός + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλινθοκεραμοποιία θηλυκό
- η κατασκευή πλίνθων και κεράμων (τούβλων και κεραμιδιών)
- η βιοτεχνία / βιομηχανία κατασκευής πλίνθων και κεράμων (τούβλων και κεραμιδιών)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πλινθοκεραμοποιείο
- πλινθοκεραμοποιός
- πλινθοκεραμική
- → δείτε τις λέξεις πλίνθος, κεραμίδι και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλινθοκεραμοποιία
|