πλυστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλυστικό | τα | πλυστικά |
γενική | του | πλυστικού | των | πλυστικών |
αιτιατική | το | πλυστικό | τα | πλυστικά |
κλητική | πλυστικό | πλυστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλυστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλυστικό ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλυστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλυστικό αρσενικό ή ουδέτερο