πλυστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλυστικός < ενδεχομένως αναδρομικός σχηματισμός από το ουσιαστικό πλυστικά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλυ‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]πλυστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο, που πλένει
- (ουσιαστικοποιημένο) πλυστικό
- (ουσιαστικό) πλυστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλυστικός
|