πολυεθνική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυεθνική θηλυκό

  • η πολυεθνική εταιρεία, η εταιρεία που έχει παραρτήματα σε πολλές χώρες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πολυεθνική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]