multinational

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

multinational < multi- + national

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

multinational (en)

  • πολυεθνικός, που αναφέρεται σε ή αποτελείται από πολλές διαφορετικές εθνότητες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

multinational (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό multinational multinationaux
θηλυκό multinationale multinationales

multinational (fr)