ποντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ponˈda.ri.zma/[1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποντάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ποντάρω
- ο στοιχηματισμός σε τυχερά παιχνίδια
- η δημιουργία σημαδιών με τη χρήση πόντας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποντάρισμα
|
- ↑ ποντάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας