πονταρισιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονταρισιά οι πονταρισιές
      γενική της πονταρισιάς των πονταρισιών
    αιτιατική την πονταρισιά τις πονταρισιές
     κλητική πονταρισιά πονταρισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πονταρισιά < ποντάρω + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pon.da.riˈsça/[1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐ντά‐ρι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πονταρισιά θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]