πορτοφόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πορτοφόλι | τα | πορτοφόλια |
γενική | του | πορτοφολιού | των | πορτοφολιών |
αιτιατική | το | πορτοφόλι | τα | πορτοφόλια |
κλητική | πορτοφόλι | πορτοφόλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πορτοφόλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική portafoglio (χαρτοφύλακας), πληθυντικός: portafogli που θεωρήθηκε ουδέτερο ενικό με αφομοίωση των [o, a, o] > [o, o, o][1] (συγγενή: γαλλική portefeuille) < portare < λατινικό ρήμα portāre (να φέρει) + foglio < λατινικά folium ("φύλλο")[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poɾ.toˈfo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐φό‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πορτοφόλι ουδέτερο
- μικρή θήκη που χρησιμοποιείται για τη τοποθέτηση και φύλαξη χρημάτων
- ↪ έχω 10 ευρώ μέσα στο πορτοφόλι μου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]- κεμέρι / κιμέρι (δημοτική)
- μπούρσα
- πορτμονέ (ουδέτερο) / πορτμονές (αρσενικό) παρωχημένο, πορτοφόλι για κέρματα
- πουγκί / πουγγί
- χρηματοφυλάκιο (αρχαιοπρεπές)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βαλάντιο
- κέρμα
- κομπόδεμα
- χαρτονόμισμα
- portfolio (αγγλικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πορτοφόλι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πορτοφόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)