πραγμάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πραγμάτωση | οι | πραγματώσεις |
γενική | της | πραγμάτωσης* | των | πραγματώσεων |
αιτιατική | την | πραγμάτωση | τις | πραγματώσεις |
κλητική | πραγμάτωση | πραγματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραγματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πραγμάτωση < πραγματώνω + -ση < πράγμα < πράττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πραγμάτωση θηλυκό
- η υλοποίηση, η πραγματοποίηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραγμάτωση
|