πραγματώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πραγματώνω < πράγμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliser)

πραγματώνω (παθητική φωνή: πραγματώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]