προσήκει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσήκει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσήκει, γ' πρόσωπο ενικού του προσήκω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾoˈsi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σή‐κει
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐ή‐κει

προσήκει, μόνο στον ενεστώτα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσήκει