προσήκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσήκω < λείπει η ετυμολογία

προσήκω

  1. είμαι κοντά, έχω έρθει
  2. ανήκω σε κάποιον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση