προσδένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσδένω < αρχαία ελληνική προσδέω
Ρήμα
[επεξεργασία]προσδένω
- δένω κάτι σε μια σταθερή επιφάνεια, το συνδέω με κάτι ακίνητο, το σταθεροποιώ