προσεταιρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσεταιρισμός < προσεταιρίζομαι + -μός < αρχαία ελληνική προσεταιρίζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσεταιρισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσεταιρίζομαι, η εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης ή της ευνοϊκής στάσης κάποιου άλλου
- προσεταιριστική ιδιότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσεταιρισμός
|