πρυμνοδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρυμνοδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) αλυσίδα ή σχοινί με τα οποία προσδένουν πλεούμενο, από την πρύμνη του, στη στεριά ή σε άλλο πλεούμενο
- (ναυτικός όρος) ναυτικός υπεύθυνος για την πρυμνοδέτηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πρυμνοδετημένος
- πρυμνοδέτηση
- πρυμνόδετος
- πρυμνοδετώ
- → δείτε τις λέξεις πρύμνη και δένω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρυμνοδέτης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πρυμνοδέτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)