πρόδηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρόδηλος | η | πρόδηλη | το | πρόδηλο |
γενική | του | πρόδηλου | της | πρόδηλης | του | πρόδηλου |
αιτιατική | τον | πρόδηλο | την | πρόδηλη | το | πρόδηλο |
κλητική | πρόδηλε | πρόδηλη | πρόδηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρόδηλοι | οι | πρόδηλες | τα | πρόδηλα |
γενική | των | πρόδηλων | των | πρόδηλων | των | πρόδηλων |
αιτιατική | τους | πρόδηλους | τις | πρόδηλες | τα | πρόδηλα |
κλητική | πρόδηλοι | πρόδηλες | πρόδηλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρόδηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόδηλος < πρό- + δῆλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ði.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐δη‐λος
- τονικό παρώνυμο: προδήλως
Επίθετο
[επεξεργασία]πρόδηλος, -η, -ο
- (λόγιο) που φαίνεται καθαρά, που γίνεται εύκολα αντιληπτός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- έκδηλος
- εμφανής
- ευδιάκριτος
- καταφανής
- ξεκάθαρος
- ολοφάνερος
- πασίδηλος
- προφανής
- σαφής
- φανερός
- φως φανάρι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις προ και δήλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πρόδηλος, -η, -ον
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- πρόδηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόδηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)