πόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόκος < πέκω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόκος αρσενικό πληθ. πόκες ή πόκαι

  • το ποκάρι, το μαλλί προβάτου μόλις κουρευτεί από το σώμα του, μαλλί ακατέργαστο, τουλούπα μαλλιού

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]