σάντολος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σάντολος
<
ιταλική
santolo
(νονός)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
σάντολος
αρσενικό
νονός
※
Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ‘νας γέρος και του ζητήξανε να βαφτίσει ένα γ-κοπέλι. Πραγματικά ο γέρος εδέχτηκε και το βάφτισε. Όντεν ετελείωσε το μυστήριο ο
σάντολος
έδωκε την ευκή ν-του στον καινούργιο
φιλιότσο
να του μοιάσει.
(Ο φιλιότσος
[1]
)
Κατηγορίες
:
Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Κρητική διάλεκτος
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες