φιλιότσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλιότσο < ιταλική figlioccio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλιότσο ουδέτερο και φιλιότσος
- βαφτιστικός, αναδεξιμιός
- ※ Ο νουνός στην Κρήτη λέγεται σάντολος και το βαφτιστήρι φιλιότσο. Το φιλιότσο πέρνει μια χάρη από τόν σάντολό ντου (Συμβολή στα λαογραφικά της Κρήτης, Ευαγγελία Κ. Φραγκάκι, 1949, σελ. 68 [1])