σακάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σακάτης | οι | σακάτηδες |
γενική | του | σακάτη | των | σακάτηδων |
αιτιατική | τον | σακάτη | τους | σακάτηδες |
κλητική | σακάτη | σακάτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακάτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sakat + -ης < αραβική سقط (saqaṭ: πέφτω, πτώση) < ρίζα س ق ط (s-q-ṭ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακάτης αρσενικό (θηλυκό: σακάτισσα)
- (λαϊκότροπο ή προσβλητικό) ανάπηρος ή με κατεστραμμένη υγεία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)