σακάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σακάτικος, -η, -ο
- που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον σακάτη
- έσερνε το σακάτικο ποδάρι του
σακάτικος, -η, -ο