σαμαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σαμαράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμαράς οι σαμαράδες
      γενική του σαμαρά των σαμαράδων
    αιτιατική τον σαμαρά τους σαμαράδες
     κλητική σαμαρά σαμαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμαράς < σαμάρ(ι) + -άς[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.maˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μα‐ράς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαμαράς αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]