σαμαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμαρώνω < σαμάρι +-ώνω

σαμαρώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]