σανιδόσκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σανιδόσκαλα θηλυκό
- σκάλα από σανίδια
- (ναυτικός όρος) κινητή σκάλα (ή απλή πρόχειρη σανίδα) επιβίβασης επιβατών σε πλοίο ή αποβίβασής τους
- ※ Να σταθείς λοιπόν κοντά στη σανιδόσκαλα, να τους αναγνωρίζεις και να τους παραλαμβάνεις, αναγκάζοντάς τους να επιβιβάζονται γυμνοί. (*)
- ≈ συνώνυμα: διαβάθρα, μαδερόσκαλα, πασαδούρος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διαβάθρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανιδόσκαλα
|