σαν στυμμένη λεμονόκουπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις σαν, στυμμένος και λεμονόκουπα
Έκφραση
[επεξεργασία]σαν στυμμένη λεμονόκουπα
- αφού εκμεταλλευτώ κάποιον, δείχνω αχαριστία, τον αγνοώ (συνήθως προηγείται το ρήμα πετάω)
- του μαγείρευα, του έπλενα, και μετά από πέντε χρόνια, με πέταξε σα στυμμένη λεμονόκουπα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαν στυμμένη λεμονόκουπα
|