σαρακοστή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σαρακοστή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρακοστή οι σαρακοστές
      γενική της σαρακοστής των σαρακοστών
    αιτιατική τη σαρακοστή τις σαρακοστές
     κλητική σαρακοστή σαρακοστές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαρακοστή < τεσσαρακοστή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό τεσσαρακοστός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαρακοστή θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (στον ενικό) σύνολο σαράντα όμοιων πραγμάτων
    Μαζευτήκαμε καμιά σαρακοστή νοματαίοι
  2. (θρησκεία) περίοδος σαρανταήμερης νηστείας
    πάντα νηστεύαμε στις σαρακοστές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]