carême

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
carême carêmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carême (fr) αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) σαρακοστή
  2. νηστεία αυτής της περιόδου
    faire carême - νηστεύω κατά την Σαρακοστή
  3. (αφρικανική έκφραση) νηστεία του ραμαζανίου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]