σιτάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιτάκα | οι | σιτάκες |
γενική | της | σιτάκας | — | |
αιτιατική | τη | σιτάκα | τις | σιτάκες |
κλητική | σιτάκα | σιτάκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτάκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιτάκα θηλυκό
- τυρί με γλυκόξινη γεύση από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα, που παρασκευάζεται κυρίως στην Κάσο (αλλά και στην Κάλυμνο και Κάρπαθο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιτάκα
|