σκλαβωμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκλαβωμένα < σκλαβωμένος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]σκλαβωμένα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκλαβωμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σκλαβωμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκλαβωμένος