σκληροπυρηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σκληροπυρηνικός, -ή, -ό
- (για πρόσωπο) που ανήκει στον σκληρό πυρήνα οργάνωσης, κόμματος κ.τ.λ και δεν δέχεται την παραμικρή απόκλιση από τις επίσημες θέσεις αυτής της οργάνωσης
- αδιάλλακτος
- έχει σκληροπυρηνικές απόψεις