dur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dur | durs |
θηλυκό | dure | dures |
dur (fr)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dur (pl) αρσενικό