σκορδοκαΐλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκορδοκαΐλα | οι | σκορδοκαΐλες |
γενική | της | σκορδοκαΐλας | — | |
αιτιατική | τη | σκορδοκαΐλα | τις | σκορδοκαΐλες |
κλητική | σκορδοκαΐλα | σκορδοκαΐλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκορδοκαΐλα θηλυκό
- (ιατρική) καούρα που προέρχεται από κατανάλωση σκόρδου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- σκορδοκαΐλα μου / έχω μια σκορδοκαΐλα: (ειρωνικό) δεν με ενδιαφέρει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκορδοκαΐλα
|