σκοτωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκοτωμός | οι | σκοτωμοί |
γενική | του | σκοτωμού | των | σκοτωμών |
αιτιατική | τον | σκοτωμό | τους | σκοτωμούς |
κλητική | σκοτωμέ | σκοτωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκοτωμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκοτώνω, η αφαίρεση της ζωής
- (μεταφορικά) τσακωμός μεγάλης έντασης
- (μεταφορικά) υπερβολικός συνωστισμός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Μπορεί η λέξη σκοτωμός στην κυριολεκτική της σημασία είναι ταυτόσημη με το σκότωμα όμως οι 2 λέξεις διαφέρουν στις μεταφορικές τους σημασίες· η 1η σημαίνει συνωστισμό ή τσακωμό ενώ η 2η κόπο ή πούλημα σε εξευτελιστική τιμή.