σκουριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουριά οι σκουριές
      γενική της σκουριάς των σκουριών
    αιτιατική τη σκουριά τις σκουριές
     κλητική σκουριά σκουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σκουριά < αρχαία ελληνική σκωρία < σκῶρ (περίττωμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκουριά θηλυκό

  • οξείδιο που δημιουργείται στην επιφάνεια μεταλλικών αντικειμένων
τα κάγκελα δεν είχαν βαφτεί καλά και έπιασαν σκουριά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]