σουρλωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σουρλωτός, -ή, -ό
- (ιδιωματικό) που έχει τη μορφή σούρλου, ρύγχους, μουσούδας
- (ιδιωματικό) μυτερός, οξυκέφαλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουρλωτός