σπίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπίλος οι σπίλοι
      γενική του σπίλου των σπίλων
    αιτιατική τον σπίλο τους σπίλους
     κλητική σπίλε σπίλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπίλος < αρχαία ελληνική σπῐ́λος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπίλος αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) κηλίδα ή μικρός καλοήθης όγκος του δέρματος που προεξέχει (ελιά)
  2. (μεταφορικά) ανηθικότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]