σπίλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπίλωμα < ελληνιστική κοινή σπίλωμα[1] < σπιλόω < αρχαία ελληνική σπίλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπίλωμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του σπίλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπίλωμα
|
- ↑ σπίλωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.