σπανιότερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπανιότερα < συγκριτικός βαθμός του σπανίως και του σπάνια

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σπανιότερα

  • για κάτι που γίνεται όλο και πιο σπάνια ή πιο σπάνια από κάτι άλλο, σε πιο αραιά διαστήματα
    Το ανακρούει πρύμναν χρησιμοποιείται όλο και σπανιότερα
    Κάνουμε σεξ σπανιότερα από παλιά. Φταίει η κρίση, η ανεργία, η εφορία ή άλλο θηλυκό;

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπανιότερα