σπαρτάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπαρτάρισμα < σπαρταρίζω + -μα < σπαρταρώ < αρχαία ελληνική ἀσπαίρω (με επίδραση της λέξης λαχταρώ) < ἀ- + σπαίρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spʰer- (τινάζομαι, πηδώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spaɾˈta.ɾi.zma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπαρτάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του σπαρταρώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπαρτάρισμα
|