σπρέι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπρέι ουδέτερο άκλιτο
- ρευστό διάλυμα που μπορεί να εκτοξευθεί από μπουκαλάκι
σπρέι ουδέτερο άκλιτο