σπρέι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπρέι < αγγλική spray

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπρέι ουδέτερο άκλιτο

  • ρευστό διάλυμα που μπορεί να εκτοξευθεί από μπουκαλάκι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]