spray

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spray sprays

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spray (en)

  1. ο εκνεφωτής ή το εκνέφωμα που ψεκάζει, το σπρέι
  2. κλωνάρι
  3. ανθοδέσμη
  4. ψιχάλες
  5. μπουχός

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • spray - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • spray - Oxford Learner's Dictionaries



      ενικός         πληθυντικός  
spray sprays

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spray (fr) αρσενικό