στολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στολίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
στολισμένος, -η, -ο
- που έχει στολιστεί, διακοσμημένος (για τόπο ή πράγμα), ή που είναι ντυμένος με καλά ρούχα, φοράει κοσμήματα κλπ. (για πρόσωπο)