στο παρά πέντε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στο παρά πέντε: → δείτε τη λέξη στο και έκφραση παρά πέντε, παρά & πέντε από την ανάγνωση της ώρας, όπου εννοείτε «παρά πέντε» λεπτά πριν την συμπλήρωση ακέραιας ώρας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sto‿paɾa‿ˈpende/ και σε γρήγορο λόγο: /sto‿paɾa‿ˈpede/
Έκφραση[επεξεργασία]
στο παρά πέντε
- η ενέργεια την τελευταία στιγμή πριν εκπνεύσει κάποια προθεσμία ή συμβεί κάποιο χρονικά καθορισμένο γεγονός
- ↪ Υπέβαλα την αίτηση στο παρά πέντε.
- ↪ Πρόλαβε και μπήκε στο πλοίο στο παρά πέντε.