συμβολόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συμβολόμετρο | τα | συμβολόμετρα |
γενική | του | συμβολόμετρου | των | συμβολόμετρων |
αιτιατική | το | συμβολόμετρο | τα | συμβολόμετρα |
κλητική | συμβολόμετρο | συμβολόμετρα | ||
Η γενική ενικού -ομέτρου και πληθυντικού -ομέτρων δεν συνηθίζονται. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβολόμετρο < σύμβολ(ο) + -ό- + -μετρο, απόδοση για την αγγλική interferometer < interfere
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβολόμετρο ουδέτερο
- (φυσική, κυματική) μετρητικό όργανο που λειτουργεί βάσει της ενισχυτικής και καταστρεπτικής συμβολής των κυμάτων (συνήθως ηλεκτρομαγνητικών, βαρυτικών)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]όροι φυσικής:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβολόμετρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)