συμπαθητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπαθητικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμπαθητικ(ότης) + -ότητα < συμπαθητικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sim.ba.θi.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐θη‐τι‐κό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐θη‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμπαθητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα των σημασιών της λέξης συμπαθητικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις συμπαθής, συν, παθητικότητα και πάθος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπαθητικότητα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- συμπαθητικός (& συμπαθητικότητα 1861 [χωρίς ορισμό]) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)