συνδαυλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποδαυλίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνδαυλίζω < συν + δαυλός και κατάληξη ρημάτων σε -ίζω

συνδαυλίζω

  1. ανακινώ του δαυλούς ώστε να ζωηρέψει το πυρ της εστίας και μεταφορ. «παροξύνω», «ανακινώ» πάθη.
    «Η σοφιστική συνδαύλιζε το άναμμα των παθών μέσα στα άτομα».

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]