συνδιαλέγομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνδιαλέγομαι < (ελληνιστική κοινή) συνδιαλέγομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]συνδιαλέγομαι
- συνομιλώ, συναναστρέφομαι
- διαπραγματεύομαι
- επικοινωνώ, βρίσκω κοινά σημεία, φλερτάρω (χρησιμοποιείται συχνότερα για σχέσεις που δεν είναι αυτονόητες)
- όταν η τέχνη συνδιαλέγεται με την ιατρική
- η Δύση συνδιαλέγεται με την Κίνα παρά την απαγόρευση παρουσίας δημοσιογράφων σε δικες ακτιβιστών